- χρονομετρία
- η, Ν1. φυσ. τομέας τής μηχανικής και τής ηλεκτρονικής, που έχει ως αντικείμενο την υψηλής ακριβείας μέτρηση τού χρόνου2. (οικον.) η μέτρηση τού χρόνου σε συνδυασμό με τις κινήσεις τού εργαζομένου, μέτρηση που αποσκοπεί στον καθορισμό πρότυπων χρόνων και κινήσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -μετρία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].
Dictionary of Greek. 2013.